Dictionary of Greek. 2013.
διαπύημα — το (Α διαπύημα) [διαπυώ] εμπύημα, απόστημα … Dictionary of Greek
διαπύηση — η (Α διαπύησις, εως) [διαπυώ] σχηματισμός ή ροή πύου σε φλεγμονή … Dictionary of Greek